πυκινόφρων

πυκινόφρων
πῠκῐνόφρων, , , gen. ονος,= πυκιμηδής, βουλή, ῥήτρη, h.Merc.538, AP11.350 (Agath.); of a person, Hes.Fr.143, Q.S.5.98.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυκινόφρων — masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινόφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκινός, ποιητ. τ. τού πυκνός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] …   Dictionary of Greek

  • πυκινόφρονα — πυκινόφρων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινόφρονι — πυκινόφρων masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινόφρονος — πυκινόφρων masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”